- ἐπορχοῦμαι
- ἐπορχέομαιdance overpres ind mp 1st sg (attic epic doric)ἐπορχέομαιdance overpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επορχούμαι — ἐπορχοῡμαι, έομαι (AM) [ορχούμαι] χορεύω σύμφωνα με τον ρυθμό μουσικού οργάνου ή τραγουδιού αρχ. χορεύω για να περιγελάσω κάποιον … Dictionary of Greek
προσεπορχούμαι — έομαι, Μ χορεύω επίσης, όχι μόνο δεν στενοχωριέμαι αλλά χορεύω κιόλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπορχοῦμαι «χορεύω»] … Dictionary of Greek